Quantcast

Το μέλλον των αμοιβών και της ανεργίας

γράφει ο Παναγιώτης Ε. Πετράκης*

*Ομότιμος καθηγητής στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Βρισκόμαστε στο τέλος του α’ τετραμήνου του 2024 και ορισμένες διαπιστώσεις για την οικονομία σταθεροποιούνται, ενώ υπάρχουν τρεις διεθνείς γεννήτορες αβεβαιότητας: η (περιορισμένη πάντως) γεωστρατηγική αστάθεια, η πορεία των επιτοκίων και του πληθωρισμού. Για τον τελευταίο γνωρίζουμε πολύ καλά ότι, τουλάχιστον στην Ευρώπη, κινείται προς τα επίπεδα στόχου (2%), αλλά αυτό δεν φαίνεται (ως μέσος έτους) να συμβεί πριν από το 2025. Ετσι μάλλον στην Ευρώπη θα πρέπει να αναμένουμε στους επόμενους μήνες τουλάχιστον μία μείωση του επιτοκίου (0,25 μονάδες βάσης), διότι διαφορετικά η Λαγκάρντ θα βρεθεί αντιμέτωπη με το φάσμα της τεχνικής, έστω, ύφεσης στην ευρωζώνη, αλλά γενικά τα δεδομένα έχουν μεταβληθεί. Από την άλλη μεριά, εφόσον οι ΗΠΑ δεν φαίνονται πρόθυμες να ακολουθήσουν εύκολα στο ίδιο μονοπάτι, οι μειώσεις επιτοκίων στην Ευρώπη αποκτούν πρόσθετα εμπόδια: Η ισοτιμία του ευρώ ως προς το δολάριο πλήττεται, οπότε η εκροή κεφαλαίων από την Ευρώπη διευκολύνεται και ο εισαγόμενος πληθωρισμός μεγεθύνεται.

Στο γενικότερο αυτό μακροοικονομικό πλαίσιο, ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας φαίνεται να είναι σε θέση να διατηρηθεί γύρω στο 2%, αφού δεν υιοθετούμε υψηλότερες εκτιμήσεις. Παρ’ όλα αυτά, το 2% είναι αρκετά υψηλό συγκρινόμενο με την Ευρώπη και μαζί με τις υπόλοιπες χώρες του Νότου σώζουμε (αυτή τη φορά) την αναπτυξιακή τιμή της ευρωζώνης.

Αυτό, όμως, που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον είναι να παρατηρήσουμε στην ελληνική οικονομία την προβλεπτική πορεία αμοιβών και ανεργίας, αφού είναι δύο κρίσιμες μεταβλητές για την κοινωνική συνοχή και αντίληψη για την πορεία των πραγμάτων.

Η ανεργία στην Ελλάδα, τουλάχιστον η καταγραφόμενη από τις στατιστικές υπηρεσίες, έδειξε μια γενναία μείωση μέχρι σήμερα, συγκρινόμενη τουλάχιστον με τα υψηλά επίπεδα που είχε σκαρφαλώσει μετά τη μεγάλη κρίση.

Ομως, οι προβλέψεις που διαθέτουμε για την επόμενη πενταετία και έχουμε επανειλημμένα δημοσιοποιήσει δείχνουν μια σταθεροποίησή της γύρω στο 10%, χωρίς περαιτέρω διάθεση συμπίεσής της. Αυτό από μόνο του είναι ανησυχητικό, διότι ουσιαστικά μιλάμε για ένα αφύσικο υψηλό ποσοστό «φυσικής» ανεργίας. Το υψηλό αυτό ποσοστό συντηρείται από μια σειρά παράγοντες, όπως είναι α) η είσοδος στην αγορά εργασίας ατόμων που σήμερα απέχουν (θετικός παράγοντας), β) ένα οικονομικό μοντέλο το οποίο αρκείται στην καταγραφόμενη εργατική δύναμη (γιατί προφανώς χρησιμοποιεί και σκιώδη εργασία), γ) δυνάμεις του εργατικού δυναμικού που δεν είναι πρόθυμες, με τις αμοιβές που προσφέρονται, να εισέλθουν στην αγορά εργασίας και δ) ασυνέχειες στην προσφορά και ζήτηση λόγω έλλειψης κατάλληλου εργατικού δυναμικού. Αρα, είναι ένα σοβαρό πρόβλημα που αφορά τους τομείς παιδείας, εργασίας και κοινωνικής συνοχής.

Στο περιβάλλον αυτό της αγοράς εργασίας παρατηρείται, όμως, μια σημαντική εξέλιξη: οι αμοιβές ανεβαίνουν και μάλιστα χωρίς να κινδυνεύουν να προκαλέσουν έναν πληθωρισμό ζήτησης. Συγκεκριμένα, για την επόμενη πενταετία το διαθέσιμο ατομικό εισόδημα από 17.609 ευρώ, που ήταν το 2019, πρόκειται να ανέλθει το 2028 στα 24.199 ευρώ, δηλαδή θα αυξηθεί κατά 37%, μια αύξηση υπερδιπλάσια του προβλεπόμενου πληθωρισμού από εδώ και πέρα. Το εντυπωσιακό σημείο είναι ότι στην ευρωζώνη η αντίστοιχη αύξηση θα είναι 8,4%! Σημειωτέον ότι οι αυξήσεις αυτές αφορούν και τον μέσο μισθό και τον κατώτατο μισθό.

Με άλλα λόγια, στην Ελλάδα όχι μόνο η ανάπτυξη είναι υψηλότερη, αλλά αυτό διαχέεται και στις αμοιβές. Ουσιαστικά, δηλαδή, υπάρχει ένας ετεροχρονισμός στη σχέση ανάπτυξης και αμοιβών, δύο με τρία χρόνια, με τις δεύτερες να ακολουθούν με ρυθμούς αρκετά έντονους. Ετσι αυτοί που εργάζονται θα απολαύσουν σημαντικές αυξήσεις στις αμοιβές τους. Οι αμοιβές αυτές οδηγούν στη σταδιακή απόσβεση των «ζημιών» του πληθωρισμού και στη μερική απόσβεση των μνημονιακών απωλειών.

Για αδιευκρίνιστους λόγους και το οικονομικό και το πολιτικό σύστημα δεν αξιολογεί υψηλά και τα δύο αυτά ευρήματα, ώστε να αντιμετωπιστούν, να αξιολογηθούν και να αξιοποιηθούν κατάλληλα, παρότι η προβλεπτική γενική εικόνα είναι ακριβής, πλην απρόοπτων, εδώ και πολλά χρόνια. Βεβαίως αντιλαμβανόμαστε ότι ό,τι αφορά το μέλλον δύσκολα κινητοποιεί το παρόν, αλλά στις εποχές που ζούμε αυτό δεν πρέπει να είναι δικαιολογία.

Η προσοχή, λοιπόν, θα πρέπει να εστιαστεί στην εξέλιξη της ανεργίας, η οποία εμφανίζει ειδικά χαρακτηριστικά και το πρόβλημα δεν φαίνεται να αντιμετωπίζεται με παραδοσιακούς τρόπους σκέψης.